Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρὰ φύσιν

См. также в других словарях:

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… …   Православная энциклопедия

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • ομηρίζω — ὁμηρίζω (Α) 1. μιμούμαι τον Όμηρο, γράφω ποιήματα χρησιμοποιώντας ομηρικές φράσεις 2. θεατρ. εκτελώ σκηνές από τα ομηρικά έπη 3. (για άρρενες) συνουσιάζομαι παρά φύσιν 4. αφαιρώ αίμα με βεντούζα, κάνω κοφτές βεντούζες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὅμηρος. Το ρ …   Dictionary of Greek

  • παραφύσι(ν) — επίρρ. 1. πέρα από το φυσικό και συνηθισμένο, εναντίον τών φυσικών νόμων, αντίθετα από ό,τι επιβάλλει ή απαιτεί η φύση, υπερβολικά, υπέρμετρα 2. (με κακή σημ.) η παρά φύσιν ασέλγεια, η παιδεραστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρά την φύσιν] …   Dictionary of Greek

  • προτερώ — έω, Α [πρότερος] 1. προηγούμαι ως προς τον χρόνο ή τον τόπο (α. «προτερεῑ ἀστραπὴ βροντῆς», Επίκ. β. «προτερεόντων δὲ τῶν σὺν Παυσανίῃ», Ηρόδ.) 2. (για τοκετό) γίνομαι πριν από την ώρα μου 3. (για φυτά) είμαι πρώιμος 4. (για πρόσ.) παίρνω την… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • παρυπόστασις — άσεως, ή ΜΑ [υπόστασις] πραγματικότητα που συνυπάρχει με κάποιαν άλλη, ενότητα («οὐδὲν γάρ ἐστι τὸ συμβεβηκὸς καὶ μὴ καθ ἑαυτὸ θεωρούμενον χωρὶς τῆς ἐν ὑποκειμένῳ παρυποστάσεως», Γρηγ. Νύσ.) μσν. αρχ. εξαρτημένη υπόσταση, αυτή που υπάρχει επειδή… …   Dictionary of Greek

  • ЗЛО — [греч. ἡ κακία, τὸ κακόν, πονηρός, τὸ αἰσχρόν, τὸ φαῦλον; лат. malum], характеристика падшего мира, связанная со способностью разумных существ, одаренных свободой воли, уклоняться от Бога; онтологическая и моральная категория, противоположность… …   Православная энциклопедия

  • λακαταπύγων — λακαταπύγων, ον (Α) πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λα * + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»] …   Dictionary of Greek

  • ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»